- νωτόγραπτος
- νωτόγραπτος, -ον (ΑΜ)(για ψάρι) αυτός που φέρει γραμμές στη ράχη του («νωτόγραπτα λέγεται βῶξ, σκολιόγραπτα δὲ κολίας», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + γραπτός (< γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νωτόγραπτα — νωτόγραπτος having markings on the back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτόγραπτοι — νωτόγραπτος having markings on the back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)